- εξημερώσιμος
- η , ο [ος , ον ]1) укротимый, поддающийся приручению; 2) поддающийся цивилизации; 3) поддающийся умиротворению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξημερώσιμος — η, ο [εξημέρωση] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξημερωθεί … Dictionary of Greek
εξημερώσιμος — η, ο που μπορεί ή που αξίζει να εξημερωθεί: Η αρκούδα είναι εξημερώσιμο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)